- δημαρχιακός
- -ή, -ό1. όποιος ανήκει ή αναφέρεται στη δημαρχία ή στον δήμαρχο(α. «δημαρχιακές εκλογές» — εκλογές για την ανάδειξη δημάρχου και δημοτικού συμβουλίουβ. «δημαρχιακός πάρεδρος» — βοηθός και αναπληρωτής τού δημάρχουγ. «δημαρχιακή επιτροπή» — επιτροπή από μέλη τού συμβουλίου, η οποία συνεργάζεται με τον δήμαρχο).
Dictionary of Greek. 2013.